GrecoItaliano


απατεώνας  
ουσιαστικό αρσενικό

imbroglio`ne ~m~; truffato`re ~m~

απατεώνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [απατεώνας ^-α, ο^]
2 imbroglio`na ~f~; truffatri`ce ~f~

απατεώνες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

gente ~f~ di malaffa`re

απατεών
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [απατεώνας ^-α, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:APATEWNAS100}}
---CACHE---