απατεώνας
ουσιαστικό αρσενικό
imbroglio`ne ~m~; truffato`re ~m~
απατεώνισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [απατεώνας ^-α, ο^]
2 imbroglio`na ~f~; truffatri`ce ~f~
απατεώνες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
gente ~f~ di malaffa`re
απατεών
ουσιαστικό αρσενικό
forma arcaica di [απατεώνας ^-α, ο^]
ουσιαστικό αρσενικό
imbroglio`ne ~m~; truffato`re ~m~
απατεώνισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [απατεώνας ^-α, ο^]
2 imbroglio`na ~f~; truffatri`ce ~f~
απατεώνες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
gente ~f~ di malaffa`re
απατεών
ουσιαστικό αρσενικό
forma arcaica di [απατεώνας ^-α, ο^]
permalink
απατεών [ουσ αρσ ]
απατεώνας {απατεωνισ...
απατεώνες [ουσ αρσ πληθ.]
απατεώνισσα {απατεωνισ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
