Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπατεών
ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [απατεώνας ^-α, ο^] απατεώνας ουσιαστικό αρσενικό imbroglio`ne ~m~; truffato`re ~m~ απατεώνες ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός gente ~f~ di malaffa`re απατεώνισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [απατεώνας ^-α, ο^] 2 imbroglio`na ~f~; truffatri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |