Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάπιαστος
επίθετο 1 non preso; non cattura`to προς το παρόν οι ληστές παραμένουν άπιαστοι==i rapinatori non sono stati catturati 2 inafferra`bile; diffi`cile da pre`ndere; impossi`bile da cattura`re άπιαστος κλέφτης==ladro inafferrabile 3 irrealizza`bile; irraggiungi`bile άπιαστα όνειρα==sogni irrealizzabili 4 incomprensi`bile; inafferra`bile άπιαστη έννοια==concetto incomprensibile 5 insupera`bile; impareggia`bile; imbatti`bile τεχνίτης άπιαστος στη δουλειά του==un artigiano insuperabile nel suo mestiere | στα ψέματα είναι άπιαστος==è imbattibile nel dire bugie permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |