Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπήχηση
ουσιαστικό θηλυκό risonanza ((specialmente figurato)) η ομιλία του είχε μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό==il suo discorso ebbe grande risonanza all'estero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |