Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απηχώ  
ρήμα μεταβατικό

riecheggia`re; riflettere εφημερίδα που απηχεί τις απόψεις τις πλειονότητας==un giornale che riflette le opinioni della maggioranza | ο λόγος του απηχούσε τα συναισθήματα των συμπολιτών του==il suo discorso rifletteva i sentimenti dei suoi concittadini

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άπηχτος άπιαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---