Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαρτισμένος
επίθετο participio passato del verbo [απαρτίζω] απηρτισμένος επίθετο 1 variante di [απαρτισμένος] 2 participio passato del verbo [απαρτίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |