Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπασβέστωση
ουσιαστικό θηλυκό decalcificazio`ne ~f~ απασβέστωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [απασβέστωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |