Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαρτίζομαι
ρήμα παθητικό comporsi (di); essere composto (di, da) η ομάδα εργασίας απαρτίζεται από ικανούς συνεργάτες==il gruppo si compone di validi collaboratori απαρτίζω ρήμα μεταβατικό compo`rre; costitui`re; forma`re απαρτίζω επιτροπή==costituire una commissione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |