Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπροσαρμόζομαι
ρήμα παθητικό

riadatta`rsi

αναπροσαρμόζω  
ρήμα μεταβατικό

adatta`re; adegua`re; modifica`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπροσαρμογή αναπροσαρμοζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---