Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αναπτερώνομαι
ρήμα παθητικό
rina`scere
αναπτερώνω
ρήμα μεταβατικό
incoraggia`re; rincuora`re; risolleva`re
οι έπαινοι του καθηγητή αναπτέρωσαν το ηθικό του==l'elogio del professore gli ha risollevato il morale
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αναπτερωμένος
αναπτέρωση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αναπροσαρμόζομαι
αναπροσαρμ...
αναπροσαρμοζόμενος
[επίθ.]
αναπροσαρμόζω
{αναπροσάρ...
αναπροσαρμοσμένος
[επίθ.]
αναπτερωμένος
[επίθ.]
αναπτερώνομαι
aor αναπτε...
αναπτερώνω
{αναπτέρω-...
αναπτέρωση
η, gen ανα...
αναπτήρας
[ουσ αρσ ]
ανάπτυγμα
{αναπτύγμ-...
αναπτυγμένος
[επίθ.]
αναπτυγμένος
[ουσ αρσ ]
ανάπτυξη
{-ης κ. -ύ...
αναπτυξιακός
[επίθ.]
αναπτύσσομαι
aor αναπτύ...
αναπτυσσόμενος
[επίθ.]
αναπτύσσω
{αν-έπτυξα...
αναπυρώνω
aor αναπύρ...
αναπύρωση
[θηλ.ουσ]
αναράφτω
[ρ. μτβ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis