Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπτερώνομαι
ρήμα παθητικό

rina`scere

αναπτερώνω  
ρήμα μεταβατικό

incoraggia`re; rincuora`re; risolleva`re οι έπαινοι του καθηγητή αναπτέρωσαν το ηθικό του==l'elogio del professore gli ha risollevato il morale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπτερωμένος αναπτέρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---