Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπτυγμένος
επίθετο

1 variante di [αναπτυγμένος ^-η, -ο^]
2 participio passato del verbo [αναπτύσσω]

αναπτυγμένος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αναπτυγμένος ^-ου, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάπτυγμα ανάπτυξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---