Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάπτυξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 militare spiegame`nto ~m~; dispiegame`nto ~m~ η ανάπτυξη των εχθρικών δυνάμεων==lo spiegamento delle forze nemiche
2 svilu`ppo ~m~; cre`scita ~f~ πρόωρη ανάπτυξη==sviluppo precoce | το παιδί βρίσκεται στην ανάπτυξη==il ragazzo si trova nell'età dello sviluppo
3 svilu`ppo ~m~; trattazio`ne ~f~; svolgime`nto ~m~ η ανάπτυξη ενός διηγήματος==lo sviluppo di un racconto
4 economia svilu`ppo ~m~; espansio`ne ~f~ πολιτιστική ανάπτυξη==sviluppo culturale | | οικονομική ανάπτυξη==sviluppo economico
5 spiegazio`ne ~f~ dettaglia`ta ανάπτυξη μιας καινούργιας θεωρίας==illustrazione di una nuova teoria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπτυγμένος αναπτυξιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---