Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άναρθρος  
επίθετο

1 inarticola`to; disarticola`to άναρθρες κραυγές==grida inarticolate
2 grammatica privo di articolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναρέσα ανάρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---