Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναρμοδιότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αναρμοδιότητα] αναρμοδιότητα ουσιαστικό θηλυκό incompete`nza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |