Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναρρίχηση  
ουσιαστικό θηλυκό

arrampica`ta ~f~; scala`ta ~f~ ((anche in senso figurato)) αναρρίχηση στην εξουσία==scalata al potere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναρρίπιση αναρριχητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---