Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναρρίπιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ravvivame`nto ~m~
2 sventola`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναρριπίζω αναρρίχηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---