Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αναριεύω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αναριεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 dirada`re
2 dirada`rsi
3 rarefa`rsi
4 schiari`re
5 schiari`rsi
6 sterza`re

permalink
‹ αναριγώ
αναρίθμητος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αναρέσα [θηλ.ουσ]
άναρθρος [επίθ.]
ανάρια [επίρ.]
αναριγάω αναριγείς ...
αναριγώ αναριγείς ...
αναριεύω aor ανάριε...
αναρίθμητος [επίθ.]
ανάριος [επίθ.]
ανάρμεγος [επίθ.]
αναρμόδιος [επίθ.]
αναρμοδιότης αναρμοδιότ...
αναρμοδιότητα gen αναρμο...
ανάρμοστος [επίθ.]
αναρπάζω aor ανάρπα...
ανάρπαστος [επίθ.]
αναρπάω aor ανάρπα...
αναρπώ aor ανάρπα...
αναρρέω (ανέρρευσα...
αναρριγώ {αναρρνγεί...
αναρρίπηση [θηλ.ουσ]


{{ID:ANARIEYW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti