Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναπτήρας
ουσιαστικό αρσενικό accendi`no ~m~; accendisi`gari ~m~ αναφτήρας ουσιαστικό αρσενικό variante di [αναπτήρας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |