Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπόφευκτος  
επίθετο

inevita`bile η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη==lo scontro era inevitabile

αναπόφευχτος
επίθετο

variante di [αναπόφευκτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπόφευκτα αναπόφευχτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---