Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπροσαρμογή  
ουσιαστικό θηλυκό

adeguame`nto ~m~; modi`fica ~f~ αμαπροσαρμογή των μισθών==adeguamento dei salari

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπόφευχτος αναπροσαρμόζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---