Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακοή  
ουσιαστικό θηλυκό

udi`to ~m~

ακουή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ακοή]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άκμων ακοίμητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---