Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ακοή
ουσιαστικό θηλυκό
udi`to ~m~
ακουή
ουσιαστικό θηλυκό
variante di
[ακοή]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< άκμων
ακοίμητος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακμαιότερος
[επίθ.]
ακμαιότητα
{χωρ. πληθ...
ακμή
[θηλ.ουσ]
άκμονας
[ουσ αρσ ]
άκμων
[ουσ αρσ ]
ακοή
[θηλ.ουσ]
ακοίμητος
[επίθ.]
ακοινωνησία
{χωρ. πληθ...
ακοινώνητος
[επίθ.]
ακοίταχτος
[επίθ.]
ακοκκίνιγος
[επίθ.]
ακολασία
{ακολασιών...
ακόλαστα
[επίρ.]
ακόλαστος
[επίθ.]
ακολουθητικός
[επίθ.]
ακολουθία
{ακολουθιώ...
ακόλουθος
[επίθ.]
ακόλουθος
{ακολούθ-ο...
ακολουθούμενος
[επίθ.]
ακολουθώ
{ακολουθ-ε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis