Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακμαίος
επίθετο flo`rido; pro`spero; fiore`nte; vigoro`so με ακμαίο το ηθικό==col morale alto | ακμαίο εμπόριο==commercio fiorente | διατηρούμαι ακμαίος==mantenersi vigoroso ακμαιότατος επίθετο superlativo di [ακμαίος] ακμαιότερος επίθετο comparativo di [ακμαίος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |