Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακμή
ουσιαστικό θηλυκό 1 lama ta`glio ~m~; fi`lo ~m~ ακμή ξίφους==filo di una spada 2 medicina acne ~f~ υποφέρει από ακμή==soffre di acne 3 ((figurato)) cu`lmine ~m~; a`pice ~m~; acme ~f~; rigo`glio ~m~ έφτασε στην ακμή της δόξας του==è giunto all'apice del successo | βρίσκεται σε πλήρη ακμή==è in pieno rigoglio 4 ((figurato)) acme ~f~; mome`nto ~m~ culmina`nte ακμή νόσου==acme di una malattia | στην ακμή της μάχης==al culmine della battaglia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |