Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακοίμητος  
επίθετο

1 inso`nne; sve`glio; desto
2 ((figurato)) non sopi`to; non placa`to ακοίμητος πάθος==passione non sopita
3 ((figurato)) inso`nne; vi`gile; sve`glio ακοίμητος φρουρός της ελευθερίας==vigile custode della libertà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακοή ακοινωνησία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---