Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακοινώνητος  
επίθετο

1 poco socie`vole; scontro`so; asocia`le είναι πολύ ακοινώνητος άνθρωπος==è una persona poco socievole
2 ecclesiastico che non ha ricevu`to l'eucaresti`a ξεψύχησε ακοινώνητος==è spirato senza aver ricevuto i sacramenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακοινωνησία ακοίταχτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---