Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακόλουθος
επίθετο 1 successi`vo; segue`nte; consecuti`vo 2 ((figurato)) consegue`nte; confo`rme την ακόλουθη ημέρα==il giorno seguente | η συμπεριφορά του είναι ακόλουθη προς τις αρχές του==il suo comportamento è conforme ai suoi principi ακόλουθος ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 acompagnato`re ~m~; scorta ~f~ η σφαίρα βρήκε έναν ακόλουθο του βασιλιά==il proiettile raggiunse uno degli uomini di scorta del re 2 adde`tto ~m~ μορφωτικός ακόλουθος==addetto culturale | στρατιωτικός ακόλουθος==addetto militare 3 segua`ce ~m~; gregario ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |