Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακονάω
ρήμα μεταβατικό variante di [ακονίζω] ακονίζω ρήμα μεταβατικό 1 affila`re ακονίζω μαχαίρι==affilare un coltello 2 ((figurato)) affina`re ακονίζω το μυαλό μου==affinare la mente || aguzzare l'ingegno ακονώ ρήμα μεταβατικό variante di [ακονίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |