Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακοντιστής
ουσιαστικό αρσενικό giavellotti`sta ~m~ ακοντίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [ακοντιστής ^-ή, ο^] 2 giavellotti`sta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |