Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακόρεστος  
επίθετο

1 chimica non sa`turo; insa`turo ακόρεστοι υδατάνθρακες==idrocarburi insaturi
2 ((figurato)) insazia`bile; vora`ce; incontenta`bile ακόρεστη επιθυμία==desiderio insaziabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακόρεστα ακορντεόν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---