Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακουαρελίστα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ακουαρελίστας]

ακουαρελίστας  
ουσιαστικό αρσενικό

arte acquerelli`sta ^mf^

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακουαρέλα ακουαφόρτε  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---