Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακολουθία
ουσιαστικό θηλυκό 1 se`guito ~m~; consegue`nza ~f~ 2 ((figurato)) coere`nza ~f~; concorda`nza ~f~ λογική ακολουθία μιας σκέψης==coerenza logica di un ragionamento | ακολουθία μεταξύ λόγων και έργων==coerenza tra parole e fatti 3 πομπή corte`o ~m~; se`guito ~m~ τα άτομα της ακολουθίας του πρωθυπουργού==le persone al seguito del primo ministro 4 ecclesiastico funzio`ne ~f~ religio`sa; cerimo`nia ~f~ η ακολουθία των Χριστουγέννων==la messa di Natale | νεκρώσιμη ακολουθία==cerimonia funebre 5 grammatica concorda`nza ~f~ χρονική ακολουθία==grammatica concordanza dei tempi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |