Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγύριστος  
επίθετο

1 non gira`to
2 persone non ritorna`to
3 cose non ancora restitui`to; che non può e`ssere restitui`to δανεικά κι αγύριστα==prestiti non ripagati
4 luogo non visita`to
5 persone inflessi`bile; ostina`to; capa`rbio αγύριστο κεφάλι==testa dura, testardo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγυριστιά αγυρτεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---