Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άγχος  
ουσιαστικό ουδέτερο

ansia ~f~; ango`scia ~f~ το άγχος για τα διαγωνίσματα==l'ansia degli esami

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγχόνη αγχώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---