Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγωγή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 educazio`ne ~f~; istruzio`ne ~f~; formazio`ne ~f~ δεν έχει αγωγή αυτό το παιδί==questo bambino è maleducato
2 medicina cura ~f~ me`dica; insie`me ~m~ delle terapi`e
3 diritto azio`ne ~f~ lega`le εγείρω αγωγή==intentare un'azione legale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άγω αγώγι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η φυσική αγωγή = educazione [θηλ.] fisica || κάνω αγωγή σε κανέναν = fare causa a qualcuno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---