Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγχώνομαι
ρήμα παθητικό

1 angoscia`rsi
2 e`ssere ansio`so, angoscia`to

αγχώνω  
ρήμα μεταβατικό

stressa`re; angoscia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγχωμένος άγχωσις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---