Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αγχόνη

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αγχόνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 forca ~f~; ca`ppio ~m~
2 cape`stro ~m~; pati`bolo ~m~

permalink
‹ άγχομαι
άγχος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγχίνους {αγχίν-ου ...
αγχιστεία [θηλ.ουσ]
αγχολυτικό [ουσ ουδ.]
αγχολυτικός [επίθ.]
άγχομαι {μόνο σε ε...
αγχόνη {δύσχρ. αγ...
άγχος {άγχ-ους |...
αγχώδης {αγχώδ-ους...
αγχωμένος [επίθ.]
αγχώνομαι [ρ. παθ.]
αγχώνω {άγχω-σα, ...
άγχωσις [θηλ.ουσ]
αγχωτικός [επίθ.]
άγω {παρατ. ήγ...
αγωγή [θηλ.ουσ]
αγώγι {αγωγ-ιού ...
αγωγιάτης {αγωγιατών...
αγωγιάτικα [ουσ ουδ πληθ.]
αγωγιάτισσα {δύσχρ. αγ...
αγώγιμος [επίθ.]


{{ID:AGCONH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti