Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγχιστεία
ουσιαστικό θηλυκό parente`la ~f~ acquisi`ta per matrimo`nio είμαστε συγγενείς εξ αγχιστείας==siamo parenti acquisiti permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο συγγενής εξ αγχιστείας = parente [αρσ.] acquisito Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |