Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγχίνοια  
ουσιαστικό θηλυκό

accorte`zza ~f~; acu`me ~m~; pronte`zza ~f~ di spi`rito; saga`cia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγύρτισσα αγχίνους  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---