Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγωγιάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

carrettie`re ~m~; vetturi`no ~m~

αγωγιάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αγωγιάτης ^-η, ο^]
2 carrettie`ra ~f~; vetturi`na ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγώγι αγωγιάτικα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---