Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγωνιστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 combatte`nte ~m~ οι αγωνιστές του 1821==i combattenti del 1821 2 politica attivi`sta ~m~ 3 ((figurato)) lottato`re ~m~; che sa ba`ttersi είναι σωστός αγωνιστής==è un vero lottatore αγωνίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αγωνιστής ^-ή, ο^] 2 combatte`nte ~f~ 3 politica attivi`sta ~f~ 4 ((figurato)) lottatri`ce ~m~; che sa ba`ttersi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |