Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγωνιώ
ρήμα αμετάβατο e`ssere in pena, in a`nsia; e`ssere angoscia`to αγωνιούσε να μάθει πώς πήγε η εγχείρηση==era ansioso di sapere com'era andata l'operazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |