Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγών
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αγώνας]

αγώνας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 lotta ~f~; combattime`nto ~m~ ένοπλος αγώνας==lotta armata | δικαστικός αγώνας==battaglia giudiziaria | εγκαταλείπω τον αγώνα==abbandonare la lotta, il combattimento || rinunciare a combattere | η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας==la vita è una lotta continua | αγώνας σώμα με σώμα==lotta corpo a corpo
2 sport gara ~f~; parti`ta ~f~; inco`ntro ~m~ ποδοσφαιρικός αγώνας==partita di calcio | αγώνας μπάσκετ==partita di pallacanestro | οι ολυμπιακοί αγώνες==i giochi olimpici | αγώνας δρόμου==gara di corsa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγωγός αγωνία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι Ολυμπιακοί Αγώνες [m.] = Olimpiadi [θηλ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---