Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγωγός
ουσιαστικό αρσενικό 1 cana`le ~m~; dotto ~m~; condo`tto ~m~ αγωγός πετρελαίου==oleodotto | αγωγός φυσικού αερίου==gasdotto | αποχετευτικός αγωγός==condotto di scarico 2 fisica condutto`re ~m~ κακός αγωγός της θερμότητας==cattivo conduttore di calore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |