Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγωνία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 a`nsia ~f~; ango`scia ~f~; angu`stia ~f~; ansietà ~f~ μη με κρατάς σε αγωνία==non tenermi in ansia | η καθυστέρησή του επιτείνει την αγωνία τους==il suo ritardo accresce la loro angoscia
2 medicina agoni`a ~f~ επιθανάτια αγωνία==agonia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγώνας αγωνίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---