Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγωνίζομαι  
ρήμα παθητικό

1 compe`tere; gareggia`re; gioca`re οι αθλητές της χώρας αποφάσισαν να μην αγωνισθούν στην Ολυμπιάδα==gli atleti di quel paese hanno deciso di non partecipare alle Olimpiadi
2 lotta`re; comba`ttere αγωνίσθηκε για να πετύχει==ha lottato per arrivare | αγωνίσθηκαν κατά του κατακτητή==hanno lottato contro l'invasore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγωνία αγωνιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---