Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγρυπνάω
ρήμα αμετάβατο variante di [αγρυπνώ] αγρυπνώ ρήμα αμετάβατο 1 veglia`re; resta`re sve`glio; e`ssere inso`nne 2 ((figurato)) vigila`re αγριπνά για την ευτυχία του παιδιού της==(ella) vigila sulla felicità di suo figlio | ο στρατός αγρυπνά στα σύνορα της χώρας==l'esercito vigila ai confini del paese permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |