Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγρυπνία, (raro) αγρυπνιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 inso`nnia ~f~ 2 ve`glia ~f~ πήγαν στην αγρυπνία την παραμονή της γιορτής==è andato alla veglia, alla vigilia della festa 3 ecclesiastico ve`glia ~f~ di vigi`lia per una funzio`ne religio`sa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |