Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άγρυπνος  
επίθετο

1 sve`glio; desto; inso`nne έμεινε όλη τη νύχτα άγρυπνος==è rimasto sveglio tutta la notte || ha passato tutta la notte in bianco
2 ((figurato)) vi`gile; atte`nto; all'erta άγρυπνοι φρουροί των εθνικών συνόρων==i vigili custodi dei confini nazionali | άγρυπνη επιτήρηση==controllo vigile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγρυπνισμένος αγρυπνώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---