Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αγροφύλακας
ουσιαστικό αρσενικό
gua`rdia ~f~ campe`stre
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αγρούπολη
αγρυπνάω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αγρότισσα
{αγροτισσώ...
αγροτοβιομηχανικός
[επίθ.]
αγροτοπατέρας
[ουσ αρσ ]
αγροτόσπιτο
[ουσ ουδ.]
αγρούπολη
[θηλ.ουσ]
αγροφύλακας
ο, pl αγρο...
αγρυπνάω
ipf αγρυπν...
αγρυπνημένος
[επίθ.]
αγρυπνία, (raro) αγρυπνιά
[θηλ.ουσ]
αγρυπνισμένος
[επίθ.]
άγρυπνος
[επίθ.]
αγρυπνώ
{αγρυπν-εί...
άγρωστη
{-ης κ. (λ...
αγύμναστος
[επίθ.]
αγύρευτος
[επίθ.]
αγυριστιά
[θηλ.ουσ]
αγύριστος
[επίθ.]
αγυρτεία
[θηλ.ουσ]
αγύρτης
{αγυρτών}
αγύρτισσα
{αγυρτισσώ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis