Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγκαλιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 abbra`ccio ~m~ 2 ((per estensione)) gre`mbo ~m~; se`no ~m~ 3 ((per estensione)) fa`scio ~m~; fasci`na ~f~; braccia`ta ~f~ μια αγκαλιά λουλούδια==un fascio di fiori | μια αγκαλιά ξύλα==una bracciata di legna αγκαλιά επίρρημα in bra`ccio; fra le bra`ccia πήρε αγκαλιά το μωρό==prese il bambino in braccio | παίρνω κάποιον αγκαλιά==prendere qualcuno fra le braccia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |