Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγκάλη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 abbra`ccio ~m~ παίρνω στην αγκάλη μου==prendere tra le braccia
2 ((per estensione)) gre`mbo ~m~; seno ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκάλεμα αγκαλιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---